Νέα πρωτοποριακή μέθοδος για την αντιμετώπιση της αρτηριακής υπέρτασης και της καρδιακής ανεπάρκειας
Μια νέα μέθοδος γνωστή εδώ και κάποια χρόνια και πρόσφατα δοκιμασμένη σε ασθενείς με αρτηριακή υπέρταση και καρδιακή ανεπάρκεια φαίνεται να κατακτά διεθνώς όλο και μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Πρόκειται για μια συσκευή που αποτελείται από μια μικρή γεννήτρια (όπως αυτήν που χρησιμοποιούν οι βηματοδότες) και ένα ηλεκτρόδιο που εμφυτεύονται στο ανθρώπινο σώμα διεγείροντας ειδικούς υποδοχείς στην καρωτίδα του ασθενούς. Η συσκευή αυτή ονομάζεται Barostim neo device (www.cvrx.com).
Η αρτηριακή υπέρταση διεθνώς έχει καταλάβει σημαντικότατη θέση στην νοσηρότητα του πληθυσμού και φαίνεται ότι ευθύνεται άμεσα για 1 στους 8 θανάτους παγκοσμίως. Η αρτηριακή υπέρταση αποτελεί βασικό παράγοντα κινδύνου για τα καρδιαγγειακά επεισόδια και σχετίζεται άμεσα με υψηλή θνητότητα. Γνωρίζοντας ότι 10 % ή και παραπάνω περίπου των ασθενών με αρτηριακή υπέρταση δεν ανταποκρίνονται επαρκώς στην θεραπευτική αγωγή με φάρμακα, δίαιτα και άσκηση, υπάρχει ξεκάθαρα ανάγκη για νέες μεθόδους θεραπείας. Το ίδιο ακριβώς ισχύει και τους ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια, που ο αριθμός τους διαρκώς διευρύνεται. Οι ασθενείς αυτοί εμφανίζουν πολύ υψηλή θνητότητα και πολλές φορές τα φάρμακα που έχουμε στην διάθεσή μας δεν προσφέρουν τα αναμενόμενα. Έτσι λοιπόν και σε αυτούς τους ασθενείς φαίνεται ότι η νέα αυτή θεραπεία μπορεί να αποτελέσει μια ελπιδοφόρο εναλλακτική λύση.
Πώς λειτουργεί η συσκευή
Η συσκευή αυτή διεγείρει με ηλεκτρισμό τους καρωτιδικούς υποδοχείς που αυτοί μεταφέρουν ειδικά νευρικά ερεθίσματα στον εγκέφαλο τα οποία στη συνέχεια επηρεάζουν την λειτουργία ενός ειδικού νευρικού συστήματος του οργανισμού, του αυτόνομου νευρικού συστήματος. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα : α) να χαλαρώνουν οι αρτηρίες του σώματος, να πέφτει η πίεση και να διευκολύνεται έτσι η λειτουργία της καρδιάς, β) να επιβραδύνεται ο καρδιακός ρυθμός και γ) να βελτιώνεται η λειτουργία των νεφρών και κατ’ επέκταση να ρυθμίζεται καλύτερα η αρτηριακή πίεση και να επιβοηθείται ακόμη περισσότερο η καρδιακή λειτουργία.
Τα αποτελέσματα ελέγχου της αρτηριακής πίεσης είναι εντυπωσιακά και μόνιμα με την ενεργοποίηση της συσκευής.
Σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια επίσης τα αποτελέσματα είναι πολύ ελπιδοφόρα. Τα πρώτα αποτελέσματα δείχνουν βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών και βελτίωση της λειτουργικής τους κατάστασης χωρίς να επηρεάζονται ιδιαίτερα η αρτηριακή πίεση και οι σφύξεις των ασθενών.
Πώς τοποθετείται η συσκευή
Η επέμβαση τοποθέτησης της συσκευής είναι γενικά απλή και απαιτεί την συνεργασία καρδιολόγου και αγγειοχειρουργού οι οποίοι θα τοποθετήσουν το ηλεκτρόδιο της συσκευής σε μια καρωτίδα και θα εμφυτεύσουν την γεννήτρια κάτω από το δέρμα. Η όλη επέμβαση διαρκεί μία με δύο ώρες.
Πότε ενεργοποιείται η συσκευή
Η συσκευή ενεργοποιείται 30 μέρες συνήθως μετά την επέμβαση με την βοήθεια τηλεμετρίας. Δηλαδή με την βοήθεια ενός φορητού υπολογιστή μπορούμε να «επικοινωνήσουμε» με την συσκευή, να την βάλουμε σε λειτουργία, να διαλέξουμε τις παραμέτρους που ταιριάζουν σε κάθε ασθενή (συχνότητα εκπομπής), να την απενεργοποιήσουμε κλπ. Αυτό είναι και το μεγάλο πλεονέκτημα της μεθόδου καθώς μπορούμε πολύ εύκολα να τροποποιήσουμε την λειτουργία της. Μέχρι σήμερα δεν έχουν παρατηρηθεί ανεπιθύμητες ενέργειες από την χρήση της. Αν τώρα έχουμε μια «υπεραντίδραση» του οργανισμού με δραματική πτώση της αρτηριακής πίεσης μπορούμε να αλλάξουμε την συχνότητα της συσκευής και να περιορίσουμε το αποτέλεσμα της δράσης της.
Πότε έχουμε τα πρώτα αποτελέσματα
Τα πρώτα αποτελέσματα τα έχουμε άμεσα σε αντίθεση με άλλες μεθόδους όπως η συμπαθητική απονεύρωση των νεφρικών αρτηριών (www.καρδια.gr), όπου τα αποτελέσματα του ελέγχου της αρτηριακής πίεσης γίνονται ορατά μετά τους πρώτους 6 μήνες. Μάλιστα η χρήση του Barostim neo θεωρείται ως η μέθοδος εκλογής για τους εκείνους με ανθεκτική υπέρταση που δεν ωφελήθηκαν από την μέθοδο της συμπαθητικής απονεύρωσης.
Μετά την θεραπεία διακόπτουμε τελείως την φαρμακευτική αγωγή;
Συνήθως χρειάζεται άμεσα να ελαττώσουμε σημαντικά τον αριθμό και την δοσολογία των αντϋπερτασικών φαρμάκων. Ο κάθε ασθενής αποτελεί μια ξεχωριστή περίπτωση οπότε και σε καθένα ακολουθούμε διαφορετική προσέγγιση.